- ήδη
- (AM ἤδη)(χρον. επίρρ.)1. (για γεγονότα άμεσου παρελθόντος) τώρα πια, πλέον, τώρα πλέον (α. «έχουμε ήδη μπει στον χειμώνα» β. «νὺξ ἤδη τελέθει», Ομ. Ιλ.)2. (με αριθμ. που δηλώνουν χρόνο, και για κοντινό και για απώτερο παρελθόν) τώρα πλέον, από τότε (α. «την τέταρτη ήδη μέρα από τη συνέλευση» β. «ἔτος τόδ' ἤδη δέκατον», Σοφ.)3. αμέσως, αμέσως τώρα, αμέσως μετά (α. «μετά την ασυμφωνία θα έχει ήδη έλθει ο ανταγωνισμός» β. «μετὰ τοῡτ' ἤδη», Αριστοφ.)4. (για δήλωση τού παρόντος) αυτή τη στιγμή, τώρα δα (α. «το τρένο ήδη ξεκινάει» β. «οὐκ ὄναρ, ἀλλ' ὕπαρ ἤδη», Ομ. Οδ.)5. (συν. με υπερθ.) έως τώρα, μέχρι τώρα (α. «σάς έχω ήδη μιλήσει πολλές φορές γι' αυτό το ζήτημα» β. «μέγιστος ἤδη διάπλους», Θουκ.)αρχ.1. (ως συμπερασματικό) άρα2. λογουχάρη, παραδείγματος χάριν3. (για τόπο) αμέσως μετά («ἀπό ταύτης ἤδη Αἴγυπτος», Ηρόδ.)4. φρ. «ἡ ἤδη χάρις» — η τωρινή εύνοια, η παρούσα εύνοια (Δημοσθ.)5. (μαζί με άλλα χρονικά μόρια που τίθενται για σαφέστερη δήλωση ή επίταση) φρ. α) «πάλαι ἤδη» — από παλιά, πριν από καιρόβ) «ἤδη νῡν» — τώρα δαγ) «νῡν ἤδη» — τώρα πιαδ) «τότ' ἤδη» — ακριβώς τότε και όχι προηγουμένωςε) «ἤδη τότε» — και τότε ακόμηστ) «ἤδη πώποτε» — κάποτε στο παρελθόν, καμιά φοράζ) «καὶ ἤδη» — προσέτι, επίσηςη) «ἤδη γε» — τώρα λοιπόν, και τώραθ) «ἐνταῡθ' ἤδη» — τότε λοιπόνι) «ἤδη ποτέ» — άλλοτε, κάποτε, πριν από καιρόια) «πότ' ἤδη» — κάποτε, προ πολλούιβ) «ἄλλοτε ἤδη πολλάκις» — πολλές φορές στο παρελθόνιγ) «τὸ τηνίκ' ἤδη» — τότε ακριβώς πλέον, τότε πιαιδ) «τὸ λοιπόν ἤδη» — από τώρα και στο εξήςιε) «ἐπεί ἤδη» — επειδή τότε πλέονιστ) «εἰ ἤδη» — εάν τώρα πλέον6. (σε πάπ., δίπλα στη διεύθυνση επιστολής) «ἤδη ἤδη ταχύ ταχύ» — κατεπείγον, εσπευσμένα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἦ* + δη].
Dictionary of Greek. 2013.